ψαρόβαρκα

ψαρόβαρκα
η, Ν
αλιευτική λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + βάρκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαρόβαρκα — η η βάρκα του ψαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιάς — ἁλιὰς ( άδος), η (Α) [ἅλιος] 1. ως επίθ. αυτή που προέρχεται από τη θάλασσα ή ανήκει σ’ αυτήν 2. ως ουσ. αλιευτικό πλοιάριο, ψαρόβαρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλιος. ΠΑΡ. αρχ. ἁλιάδης] …   Dictionary of Greek

  • καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάικο — το ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι] …   Dictionary of Greek

  • ψαροπούλα — η, Ν 1. κόρη ψαρά 2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. τού ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + πούλα*)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνογραφικό Πάφου (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα διώροφο αρχοντικό του 1894 (Έξω Βρύσης 1, Πάφος). Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αι. στην Πάφο, το οποίο αγοράστηκε το 1957 από το συλλέκτη Γ. Σ. Ηλιάδη, για… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρντο, Εθνικό Μουσείο — (Τυνησίας). Το Ε.Μ.Μ. στην Tύνιδα είναι το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο των χωρών του Mάγρεμπ και η σπουδαιότερη συλλογή ψηφιδωτών στον κόσμο. Tο μουσείο ιδρύθηκε το 1882 με το όνομα Mουσείο Aλάουι και εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα. Tο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”